- φαναιος
- φαναῖοςφᾰναῖος3дающий или несущий свет, светоносный
(Ζεύς Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ζεύς Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαναῖος — giving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαναίος — αία, ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Διός και τού Απόλλωνος) αυτός που έχει ή δίνει φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανή «πυρσός» + κατάλ. αῖος (πρβλ. πηγ αῖος)] … Dictionary of Greek
φαναῖον — φαναῖος giving masc acc sg φαναῖος giving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαναῖοι — φαναῖος giving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαναία — φαναί̱ᾱ , φαναῖος giving fem nom/voc/acc dual φαναί̱ᾱ , φαναῖος giving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo … Wikipedia
Phanaevs — PHANAEVS, i, Gr. Φαναῖος, ου, ein Beynamen des Sol, oder Apollo, unter welchem er von den Chiern verehret wurde, bey denen das phanaische Vorgebirge bekannt war. Steph. Byzant. ap. Gyrald Synt. VII. p. 222. Ob er aber solchen Beynamen von dem… … Gründliches mythologisches Lexikon